ετοιμόφθορος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμόφθορος]], -ον (Α)<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που φθείρεται εύκολα («ὁ [[στάχυς]] ὁ [[ἑτοιμόφθορος]]», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), | |mltxt=[[ἑτοιμόφθορος]], -ον (Α)<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που φθείρεται εύκολα («ὁ [[στάχυς]] ὁ [[ἑτοιμόφθορος]]», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. <i>ναύ</i>-<i>φθορος</i> «[[ναυαγός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑτοιμόφθορος, -ον (Α)
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυς ὁ ἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ-φθορος «ναυαγός»].