ζωαλκής: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωαλκής]], -ές (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, [[θεραπευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αλκή]] «[[δύναμη]], [[ισχύς]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αλκής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αλκής</i>].
|mltxt=[[ζωαλκής]], -ές (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, [[θεραπευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αλκή]] «[[δύναμη]], [[ισχύς]]»), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>αλκής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αλκής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωαλκής Medium diacritics: ζωαλκής Low diacritics: ζωαλκής Capitals: ΖΩΑΛΚΗΣ
Transliteration A: zōalkḗs Transliteration B: zōalkēs Transliteration C: zoalkis Beta Code: zwalkh/s

English (LSJ)

ές, A life-preserving, χείρ, of Παιάν, IG14.1015.

Greek Monolingual

ζωαλκής, -ές (Α)
επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αν-αλκής, υπερ-αλκής].