ζευκτήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ζευκτήρ]], θηλ. [[ζεύκτειρα]])<br />[[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται το [[βόδι]] στον [[ζυγό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει δύο ζώα [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> «[[ζεύκτειρα]]» — [[επίθετο]] της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>κτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ινδ. <i>yoktar</i>-].
|mltxt=ο (Α [[ζευκτήρ]], θηλ. [[ζεύκτειρα]])<br />[[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται το [[βόδι]] στον [[ζυγό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει δύο ζώα [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> «[[ζεύκτειρα]]» — [[επίθετο]] της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>κτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>yoktar</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα)
ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό
αρχ.
1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό
2. θηλ. «ζεύκτειρα» — επίθετο της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τήρ < ζευγ-κτήρ < ζεύγνυμι
πρβλ. και αρχ. ινδ. yoktar-].