ζευκτήρας: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ζευκτήρ]], θηλ. [[ζεύκτειρα]])<br />[[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται το [[βόδι]] στον [[ζυγό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει δύο ζώα [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> «[[ζεύκτειρα]]» — [[επίθετο]] της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>κτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br / | |mltxt=ο (Α [[ζευκτήρ]], θηλ. [[ζεύκτειρα]])<br />[[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται το [[βόδι]] στον [[ζυγό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει δύο ζώα [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> «[[ζεύκτειρα]]» — [[επίθετο]] της Αφροδίτης, της θεάς του γάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>κτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>yoktar</i>-]. | ||
}} | }} |