ηδύοσμος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οσμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οσμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] ([[πρβλ]]. <i>δύσ</i>-<i>οσμος</i>, <i>εύ</i>-<i>οσμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσ-οσμος, εύ-οσμος)].