Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδυγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῑς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διχο</i>-[[γνώμων]], <i>ευ</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῑς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. <i>διχο</i>-[[γνώμων]], <i>ευ</i>-[[γνώμων]].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο-γνώμων, ευ-γνώμων.