ηδυπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυπαθής]], -ές)<br />αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει [[προς]] τις ηδονές της σάρκας, [[φιλήδονος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡδυπαθές</i><br />ήδυπάθεια, [[φιληδονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυπαθώς</i> (Α ἡδυπαθώς)<br />με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παθής</i>, <i>ευ</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυπαθής]], -ές)<br />αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει [[προς]] τις ηδονές της σάρκας, [[φιλήδονος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡδυπαθές</i><br />ήδυπάθεια, [[φιληδονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυπαθώς</i> (Α ἡδυπαθώς)<br />με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παθής</i>, <i>ευ</i>-<i>παθής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυπαθής, -ές)
αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές
ήδυπάθεια, φιληδονία.
επίρρ...
ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς)
με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, ευ-παθής].