θνητόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θνητόψυχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πιστεύει ότι η [[ψυχή]] [[είναι]] θνητή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ψυχος</i>, <i>έμ</i>-<i>ψυχος</i>, <i>πάμ</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=[[θνητόψυχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πιστεύει ότι η [[ψυχή]] [[είναι]] θνητή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>ψυχος</i>, <i>έμ</i>-<i>ψυχος</i>, <i>πάμ</i>-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητόψῡχος Medium diacritics: θνητόψυχος Low diacritics: θνητόψυχος Capitals: ΘΝΗΤΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: thnētópsychos Transliteration B: thnētopsychos Transliteration C: thnitopsychos Beta Code: qnhto/yuxos

English (LSJ)

ον, A maintaining the mortality of the soul, Tz.H.8.222.

German (Pape)

[Seite 1213] der die Seele für sterblich hält, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

θνητόψυχος: -ον, ἀποδεχόμενος τὸ θνητὸν τῆς ψυχῆς, Ἐκκλ.· οἱ θνητοψυχῖται, αἱρετικοὶ ἀποδεχόμενοι τὸ δόγμα τοῦτο, αὐτόθι.

Greek Monolingual

θνητόψυχος, -ον (Μ)
αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά-ψυχος, έμ-ψυχος, πάμ-ψυχος].