θρησκόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που [[είναι]] αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη [[θρησκεία]], αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήσκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>οινό</i>-<i>ληπτος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που [[είναι]] αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη [[θρησκεία]], αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήσκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>οινό</i>-<i>ληπτος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ-ληπτος, οινό-ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].