θρησκόληπτος

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύληπτος, οινόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].