θυμίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(1ab)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμίδιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[θυμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>εγχειρ</i>-<i>ίδıoν</i>, <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]]].
|mltxt=[[θυμίδιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[θυμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]], [[πρβλ]]. <i>εγχειρ</i>-<i>ίδıoν</i>, <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμίδιον Medium diacritics: θυμίδιον Low diacritics: θυμίδιον Capitals: ΘΥΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: thymídion Transliteration B: thymidion Transliteration C: thymidion Beta Code: qumi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of θυμός, Ar.V.878.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, dim. von θυμός, Ar. Vesp. 878.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυμός, Ἀριστοφ. Σφηξ. 878.

Greek Monolingual

θυμίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. εγχειρ-ίδıoν, χοιρ-ίδιον].

Greek Monotonic

θῡμίδιον: τό, υποκορ. του θυμός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμίδιον: (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.).

Middle Liddell

θῡμίδιον, ου, τό, [Dim. of θυμός, Ar.]