ισοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριο</i>-[[δαίτης]], <i>ξενο</i>-[[δαίτης]]].
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>αγριο</i>-[[δαίτης]], <i>ξενο</i>-[[δαίτης]]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοδαίτης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους
2. ονομασία ενός δαίμονα
3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριο-δαίτης, ξενο-δαίτης].