ισχυροσώματος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό [[σώμα]], [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απαλο</i>-<i>σώματος</i>, <i>ηδυ</i>-<i>σώματος</i>].
|mltxt=[[ἰσχυροσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό [[σώμα]], [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), [[πρβλ]]. <i>απαλο</i>-<i>σώματος</i>, <i>ηδυ</i>-<i>σώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].