ισόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[θάρρος]], το ίδιο [[φρόνημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[θάρρος]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>θυμος</i>, <i>μικρό</i>-<i>θυμος</i>].
|mltxt=[[ἰσόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[θάρρος]], το ίδιο [[φρόνημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[θάρρος]], [[φρόνημα]]»), [[πρβλ]]. <i>μακρό</i>-<i>θυμος</i>, <i>μικρό</i>-<i>θυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρό-θυμος, μικρό-θυμος].