ιπποπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική [[φυλή]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερακο</i>-[[πρόσωπος]], <i>ορνιθο</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ἱπποπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική [[φυλή]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>), [[πρβλ]]. <i>ιερακο</i>-[[πρόσωπος]], <i>ορνιθο</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποπρόσωπος, -ον (Α)
πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσ-ωπον), πρβλ. ιερακο-πρόσωπος, ορνιθο-πρόσωπος.