ιαύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαύω]] (Α)<br />[[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-<i>ι</i>-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ιαύσω</i>, αόρ. <i>ιαύσαι</i>), το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>au</i>- «[[κοιμάμαι]], [[διανυκτερεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυ</i>-<i>λή</i>). Το ρ. [[ιαύω]] πιθ. να συνδέεται με το [[ενιαυτός]]].
|mltxt=[[ἰαύω]] (Α)<br />[[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-<i>ι</i>-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>ιαύσω</i>, αόρ. <i>ιαύσαι</i>), το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>au</i>- «[[κοιμάμαι]], [[διανυκτερεύω]]» ([[πρβλ]]. <i>αυ</i>-<i>λή</i>). Το ρ. [[ιαύω]] πιθ. να συνδέεται με το [[ενιαυτός]]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰαύω (Α)
διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-ι-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ιαύσω, αόρ. ιαύσαι), το οποίο ανάγεται σε ρίζα au- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω» (πρβλ. αυ-λή). Το ρ. ιαύω πιθ. να συνδέεται με το ενιαυτός].