ισχιοϊερός: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά<br />[[ονομασία]] που αναφέρεται σε δύο συνδέσμους της πυέλου που εκτείνονται [[μεταξύ]] ιερού και ισχιακών οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά<br />[[ονομασία]] που αναφέρεται σε δύο συνδέσμους της πυέλου που εκτείνονται [[μεταξύ]] ιερού και ισχιακών οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sacro</i>-<i>sciatique</i>]. | ||
}} | }} |