κακοεργέτις: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοεργέτις]], ἡ (Α)<br />αυτή που κάνει το [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. ενός αμάρτ. <i>κακοεργέτης</i> ( | |mltxt=[[κακοεργέτις]], ἡ (Α)<br />αυτή που κάνει το [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. ενός αμάρτ. <i>κακοεργέτης</i> ([[πρβλ]]. [[κακεργέτης]]) <span style="color: red;"><</span> <i>κακο</i>-<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>εργέτης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A evil-doing, ψυχή Porph.Antr.30; cf. κακεργέτις.
Greek Monolingual
κακοεργέτις, ἡ (Α)
αυτή που κάνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο-εργός (< κακ(ο)- + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης].