κέγχρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ( | |mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>, <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>)]. | ||
}} | }} |