κέγχρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>, <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>)].
|mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>, <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

κέγχρωμα, τὸ (Α)
1. καθετί που έχει το μέγεθος του κόκκου του κεχριού
2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα
οπές στην περιφέρεια της ασπίδας απ' όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα, πλεύρ-ωμα)].