κακόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόπλαστος]], -ον (AM)<br />κακοφτειαγμένος, [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επινοήθηκε [[κακώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπλάστως</i> (Μ)<br />με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη [[μορφή]], δύσμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστoς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
|mltxt=[[κακόπλαστος]], -ον (AM)<br />κακοφτειαγμένος, [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επινοήθηκε [[κακώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπλάστως</i> (Μ)<br />με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη [[μορφή]], δύσμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστoς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:19, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπλαστος Medium diacritics: κακόπλαστος Low diacritics: κακόπλαστος Capitals: ΚΑΚΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kakóplastos Transliteration B: kakoplastos Transliteration C: kakoplastos Beta Code: kako/plastos

English (LSJ)

ον, A illconceived, Hermog.Stat.1.1. Adv. -τως Tz.ad Lyc.805.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.

Greek Monolingual

κακόπλαστος, -ον (AM)
κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος
αρχ.
αυτός που επινοήθηκε κακώς.
επίρρ...
κακοπλάστως (Μ)
με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισό-πλαστος, πρωτό-πλαστος].