καταστηματάρχης: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] εμπορικού καταστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάστημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυμνασι</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
|mltxt=ο<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] εμπορικού καταστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάστημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>γυμνασι</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 13:03, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].