κατατηξίτεχνος: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), | |mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. <i>ευρεσί</i>-<i>τεχνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>τεχνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:17, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A enfeebling his art, epithet of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).
Greek (Liddell-Scott)
κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.
Greek Monolingual
κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί-τεχνος, καλλί-τεχνος].