κιννάμωμο: Difference between revisions

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κινάμωμο, το (ΑΜ [[κιννάμωμον]] και [[κίνναμον]], Α και [[κινάμωμον]] και [[κίναμον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]] από τα οποία [[πολλά]] είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά<br /><b>2.</b> το [[μπαχαρικό]] [[κανέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηδύποτο]] από [[κανέλα]] και [[κονιάκ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη [[φωλιά]] του από τα ξύλα [[αυτού]] του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον [[ὄρνεον]] [[εἶναι]]... καὶ τὸ καλούμενον [[κιννάμωμον]] φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]], καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ ποιεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σημιτικής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>qinn</i><i>ā</i><i>mon</i>. Η κατάλ. της λ. <i>κιν</i>(<i>ν</i>)<i>άμωμο</i> πιθ. [[κατά]] τον τ. <i>άμωμον</i> ([[ονομασία]] φυτού)].
|mltxt=και κινάμωμο, το (ΑΜ [[κιννάμωμον]] και [[κίνναμον]], Α και [[κινάμωμον]] και [[κίναμον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]] από τα οποία [[πολλά]] είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά<br /><b>2.</b> το [[μπαχαρικό]] [[κανέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηδύποτο]] από [[κανέλα]] και [[κονιάκ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη [[φωλιά]] του από τα ξύλα [[αυτού]] του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον [[ὄρνεον]] [[εἶναι]]... καὶ τὸ καλούμενον [[κιννάμωμον]] φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]], καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ ποιεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σημιτικής προελεύσεως, [[πρβλ]]. εβρ. <i>qinn</i><i>ā</i><i>mon</i>. Η κατάλ. της λ. <i>κιν</i>(<i>ν</i>)<i>άμωμο</i> πιθ. [[κατά]] τον τ. <i>άμωμον</i> ([[ονομασία]] φυτού)].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά
2. το μπαχαρικό κανέλα
νεοελλ.
ηδύποτο από κανέλα και κονιάκ
αρχ.
είδος μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη φωλιά του από τα ξύλα αυτού του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον ὄρνεον εἶναι... καὶ τὸ καλούμενον κιννάμωμον φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ ὄρνεον, καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ ποιεῖσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. εβρ. qinnāmon. Η κατάλ. της λ. κιν(ν)άμωμο πιθ. κατά τον τ. άμωμον (ονομασία φυτού)].