Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόκρανο: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [<b>[[πρβλ]].</b> [[κρανίον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>κρανον</i>].
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [[[πρβλ]]. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>κρανον</i>].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [[[πρβλ]]. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον].