κισσηρεφής: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κισσηρεφής]], -ές)<br />ο καλυμμένος με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]]»), | |mltxt=-ές (Α [[κισσηρεφής]], -ές)<br />ο καλυμμένος με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]]»), [[πρβλ]]. <i>νυκτ</i>-<i>ηρεφής</i>, <i>πετρ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω) A ivy-clad, Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548, Philostr.Dial.2, prob. for κισσηφερής in Suid.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, mit Epheu bedeckt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κισσηρεφής: -ές, (ἐρέφω) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσηρεφής, -ές)
ο καλυμμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ-ηρεφής, πετρ-ηρεφής. Το -η- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].