κομπολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κομπολόγος]], -ον (Α)<br />[[κομπορρήμων]], [[καυχησιολόγος]], [[κομπαστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπολόγως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηθο</i>-[[λόγος]], <i>υμνο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=[[κομπολόγος]], -ον (Α)<br />[[κομπορρήμων]], [[καυχησιολόγος]], [[κομπαστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπολόγως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>ηθο</i>-[[λόγος]], <i>υμνο</i>-[[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

κομπολόγος, -ον (Α)
κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής.
επίρρ...
κομπολόγως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο-λόγος, υμνο-λόγος.