κομπολόγος

Greek Monolingual

κομπολόγος, -ον (Α)
κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής.
επίρρ...
κομπολόγως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθολόγος, υμνολόγος.