κοινωνιολογία: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[επιστήμη]] που έχει ως [[αντικείμενο]] μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν<br /><b>2.</b> [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα [[επάγγελμα]], [[είναι]] οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή [[άλλο]] [[φαινόμενο]] (α. «αγροτική [[κοινωνιολογία]]» β. «θρησκευτική [[κοινωνιολογία]]» γ. «[[κοινωνιολογία]] της λογοτεχνίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό της, | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[επιστήμη]] που έχει ως [[αντικείμενο]] μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν<br /><b>2.</b> [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα [[επάγγελμα]], [[είναι]] οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή [[άλλο]] [[φαινόμενο]] (α. «αγροτική [[κοινωνιολογία]]» β. «θρησκευτική [[κοινωνιολογία]]» γ. «[[κοινωνιολογία]] της λογοτεχνίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό της, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sociologie</i> <span style="color: red;"><</span> <i>socio</i>- (που αποδίδεται ως <i>κοινωνιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>logie</i> ([[πρβλ]]. -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i> <span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν
2. συστηματική μελέτη τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα επάγγελμα, είναι οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή άλλο φαινόμενο (α. «αγροτική κοινωνιολογία» β. «θρησκευτική κοινωνιολογία» γ. «κοινωνιολογία της λογοτεχνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].