κολπόκλειση: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> μερική [[συνήθως]] [[σύγκλειση]] του κόλπου, για [[αντιμετώπιση]], τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>colpocleisis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>cleisis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλεῖσις]] <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> μερική [[συνήθως]] [[σύγκλειση]] του κόλπου, για [[αντιμετώπιση]], τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>colpocleisis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>cleisis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλεῖσις]] <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση του κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo- (< κόλπος) + -cleisis (< κλεῖσις < κλείω)].