κονκορδάτο: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κογκορδάτο]], το<br /><b>1.</b> η με [[βάση]] το διεθνές [[δίκαιο]] [[συμφωνία]] που συνάπτεται [[ανάμεσα]] στην εκκλησιαστική και την κοσμική [[αρχή]], στις χώρες της Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος<br /><b>2.</b> η [[μεταξύ]] του πάπα, ως αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους [[συμφωνία]] για τη [[ρύθμιση]] εκκλησιαστικών ζητημάτων [[μέσα]] στα όρια [[αυτού]] του κράτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, | |mltxt=και [[κογκορδάτο]], το<br /><b>1.</b> η με [[βάση]] το διεθνές [[δίκαιο]] [[συμφωνία]] που συνάπτεται [[ανάμεσα]] στην εκκλησιαστική και την κοσμική [[αρχή]], στις χώρες της Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος<br /><b>2.</b> η [[μεταξύ]] του πάπα, ως αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους [[συμφωνία]] για τη [[ρύθμιση]] εκκλησιαστικών ζητημάτων [[μέσα]] στα όρια [[αυτού]] του κράτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>concordat</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>concordat</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>concordatum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>concordatum</i>, ουδ. της μτχ. <i>concordatus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>concordo</i> «[[συμφωνώ]], [[ομονοώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κογκορδάτο, το
1. η με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία που συνάπτεται ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κοσμική αρχή, στις χώρες της Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος
2. η μεταξύ του πάπα, ως αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους συμφωνία για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων μέσα στα όρια αυτού του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. concordat < γαλλ. concordat < μσν. λατ. concordatum < λατ. concordatum, ουδ. της μτχ. concordatus < λατ. concordo «συμφωνώ, ομονοώ»].