κορούνδιο: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>corundum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>koruntam</i>, λ. της μη ΙΕ γλώσσας [[Τάμιλ]] της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=το<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>corundum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>koruntam</i>, λ. της μη ΙΕ γλώσσας [[Τάμιλ]] της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corundum < koruntam, λ. της μη ΙΕ γλώσσας Τάμιλ της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].