κομίσκη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κομίσκη]], δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α)<br />υποκορ. του [[κόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i>, θηλ. του -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>ίσκη</i>, <i>παρθεν</i>-<i>ίσκη</i>)].
|mltxt=[[κομίσκη]], δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α)<br />υποκορ. του [[κόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i>, θηλ. του -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>ίσκη</i>, <i>παρθεν</i>-<i>ίσκη</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:47, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομίσκη Medium diacritics: κομίσκη Low diacritics: κομίσκη Capitals: ΚΟΜΙΣΚΗ
Transliteration A: komískē Transliteration B: komiskē Transliteration C: komiski Beta Code: komi/skh

English (LSJ)

Dor. -ᾱ, ἡ, Dim. of κόμη, Alcm.1.101 Diehl.

Greek Monolingual

κομίσκη, δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α)
υποκορ. του κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη, θηλ. του -ίσκος (πρβλ. παιδ-ίσκη, παρθεν-ίσκη)].