κρήδεσμον: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρήδεσμον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφαλόδεσμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεσμον</i><br />το α' συνθετικό <i>κρη</i>- ανάγεται πιθ. στη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]» ( | |mltxt=[[κρήδεσμον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφαλόδεσμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεσμον</i><br />το α' συνθετικό <i>κρη</i>- ανάγεται πιθ. στη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]» ([[πρβλ]]. και [[κρήδεμνον]]) και το β' συνθετικό -<i>δεσμον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 23 August 2021
English (LSJ)
κεφαλόδεσμον, Hsch. κρηῆναι, κρήηνον, A v. κραίνω. κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. κρῆθεν, Adv., v. κράς ΙΙ.
Greek Monolingual
κρήδεσμον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεσμον
το α' συνθετικό κρη- ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β' συνθετικό -δεσμον < δέω «δένω»].