κοχλιάριο: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κοχλιάριον]])<br /><b>1.</b> το [[κουτάλι]]<br /><b>2.</b> η [[κουταλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τεχνικό ή χειρουργικό [[εργαλείο]] που έχει [[σχήμα]] κουταλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το (AM [[κοχλιάριον]])<br /><b>1.</b> το [[κουτάλι]]<br /><b>2.</b> η [[κουταλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τεχνικό ή χειρουργικό [[εργαλείο]] που έχει [[σχήμα]] κουταλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. λατ. <i>cochlear</i>, -<i>aris</i> «[[κουτάλι]]» <span style="color: red;"><</span> <i>cochlea</i> «[[κοχλίας]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κοχλίας]]. Το λατ. <i>cochear</i> χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ονομ. ενός κουταλιού του οποίου το [[σχήμα]] θύμιζε κοχλία ή που χρησίμευε για να αδειάζει τα μαγειρεμένα σαλιγκάρια, που ήταν πολύ αγαπητό [[έδεσμα]] στους Ρωμαίους]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:54, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM κοχλιάριον)
1. το κουτάλι
2. η κουταλιά
νεοελλ.
τεχνικό ή χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα κουταλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. cochlear, -aris «κουτάλι» < cochlea «κοχλίας» < αρχ. ελλ. κοχλίας. Το λατ. cochear χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ονομ. ενός κουταλιού του οποίου το σχήμα θύμιζε κοχλία ή που χρησίμευε για να αδειάζει τα μαγειρεμένα σαλιγκάρια, που ήταν πολύ αγαπητό έδεσμα στους Ρωμαίους].