κοψοχέρης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σφιχτο</i>-[[χέρης]], <i>χρυσο</i>-[[χέρης]], ή υποχωρητ. <span style="color: red;"><</span> [[κοψοχερίζω]]].
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]), [[πρβλ]]. <i>σφιχτο</i>-[[χέρης]], <i>χρυσο</i>-[[χέρης]], ή υποχωρητ. <span style="color: red;"><</span> [[κοψοχερίζω]]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο
αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτο-χέρης, χρυσο-χέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω].