κρανιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />ο [[ειδικός]] στην [[κρανιολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>craniologue</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>logue</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του 'Αγγελου Βλάχου].
|mltxt=ο, η<br />ο [[ειδικός]] στην [[κρανιολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>craniologue</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>logue</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του 'Αγγελου Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, η
ο ειδικός στην κρανιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologue < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logue (< -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του 'Αγγελου Βλάχου].