κρυψίποθος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυψίποθος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), | |mltxt=[[κρυψίποθος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>λυσί</i>-<i>ποθος</i>, <i>τηξί</i>-<i>ποθος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with concealed longing, EM543.48.
German (Pape)
[Seite 1517] seine Sehnsucht, Liebe verheimlichend, E. M. 543, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίποθος: -ον, ἔχων κρυφίους πόθους καὶ κρύπτων αὐτούς, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 48.
Greek Monolingual
κρυψίποθος, -ον (Α)
αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί-ποθος, τηξί-ποθος].