κυανοπτέρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] ( | |mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] ([[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-[[πτέρυξ]], <i>φοινικο</i>-[[πτέρυξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = κυανόπτερος (with blue-black feathers, dark-winged), παῖς Ἀφροδίτας Cerc. 5.2.
Greek Monolingual
κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο-πτέρυξ, φοινικο-πτέρυξ)].