κωλυσανέμας: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωλυσανέμας]] και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)<br />αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ( | |mltxt=[[κωλυσανέμας]] και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)<br />αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κωλῡσᾰνέμᾱς:''' ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L. | |elrutext='''κωλῡσᾰνέμᾱς:''' ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, or κωλῡσάνεμος, ὁ, A checking the winds, epithet of Empedocles, Timae.94, Suid. s.v. Ἐμπεδοκλῆς; cf. ἀλεξάνεμος.
German (Pape)
[Seite 1543] ὁ, der die Winde abhält; so wurde Empedokles genannt, als Einer, der die Winde beschwören könne, VLL. u. D. L. 8, 60. Bei Suid. v. ἄπνους κωλυσάνεμος
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσᾰνέμας: -ου, ὁ, ἢ κωλῡσάνεμος, ον, ὁ κωλύων τοὺς ἀνέμους, ἐπίθετ. τοῦ Ἐμπεδοκλέους καλουμένου οὕτως ὡς ὑπισχνουμένου τοῖς Ἀκραγαντίνοις κωλύσειν τοὺς ἀνέμους πνεῖν κατὰ τῆς πόλεως αὐτῶν, Διογ. Λ. 8. 60, Κλήμ. Ἀλ. 754, Σουΐδ. ἐν λ. Ἐμπεδοκλῆς· οὕτως, Ἀλεξάνεμος, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 136, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29.
Greek Monolingual
κωλυσανέμας και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)
αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + ἄνεμος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Russian (Dvoretsky)
κωλῡσᾰνέμᾱς: ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L.