λέπτη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέπτη]] και λέφτη, ἡ (Μ)<br />[[λεπτομέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζεστός]]: [[ζέστη]], [[θερμός]]: [[θέρμη]])].
|mltxt=[[λέπτη]] και λέφτη, ἡ (Μ)<br />[[λεπτομέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]], με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. [[ζεστός]]: [[ζέστη]], [[θερμός]]: [[θέρμη]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

λέπτη και λέφτη, ἡ (Μ)
λεπτομέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ζεστός: ζέστη, θερμός: θέρμη)].