μάματα: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάματα]] και [[μάμματα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάματα]]<br />ποιήματα, βρώματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. <i>μάγματα</i> ( | |mltxt=[[μάματα]] και [[μάμματα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάματα]]<br />ποιήματα, βρώματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. <i>μάγματα</i> ([[πρβλ]]. [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]]»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[μαμμᾶν]] «[[θηλάζω]], [[τρώγω]]» ([[πρβλ]]. [[μάμμη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. μαματίδες· ἀναδενδράδες (Dolopian), Id. μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν.
Greek Monolingual
μάματα και μάμματα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάματα
ποιήματα, βρώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. μάγματα (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα βρω-ματα (sch. Pl. Alc. 1, 118e).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for μάγματα (to μάσσω knead).
Frisk Etymology German
μάματα: {mámata}
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα· βρώματα (Sch. Pl. Alk. 1, 118e).
Etymology : Nach v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (dor.-makedon.) für μάγματα (zu μάσσω kneten).
Page 2,168