ματόκλαδο: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ματοκλάδι το<br /><b>1.</b> [[βλεφαρίδα]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα ματόκλαδα</i> και <i>ματοκλάδια</i><br />οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάτι]] <span style="color: red;">+</span> [[κλαδί]]. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει [[φυτό]] | |mltxt=και ματοκλάδι το<br /><b>1.</b> [[βλεφαρίδα]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα ματόκλαδα</i> και <i>ματοκλάδια</i><br />οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάτι]] <span style="color: red;">+</span> [[κλαδί]]. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει [[φυτό]] [[πρβλ]]. <i>ματό</i>-<i>φυλλα</i> και <i>ματο</i>-<i>τσύνουρο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύναρος]] «[[είδος]] αγκαθιού»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ματοκλάδι το
1. βλεφαρίδα
2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια
οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό-φυλλα και ματο-τσύνουρο (< κύναρος «είδος αγκαθιού»)].