μεγαλαύχην: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλαύχην]], -ενος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ( | |mltxt=[[μεγαλαύχην]], -ενος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. <i>δολιχ</i>-<i>αύχην</i>, <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, A with large neck, Olymp.Hist.p.459 D., Apollon.Lex. s.v. ἐριαύχενας, Hsch. s.v. ἐρισφάραγος.
German (Pape)
[Seite 105] ενος, mit großem Nacken, Phot. bibl. 59, b, 6; auch = μεγαλαυχής (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχην: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6.
Greek Monolingual
μεγαλαύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. δολιχ-αύχην, μακρ-αύχην)].