μελιβόας: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιβόας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιλάει ή κελαηδάει [[γλυκά]], που έχει μελωδική [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῡ [[μελιβόας]] [[κύκνος]] ἀχεῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τηλε</i>-[[βόας]], <i>υψι</i>-[[βόας]]].
|mltxt=[[μελιβόας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιλάει ή κελαηδάει [[γλυκά]], που έχει μελωδική [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῡ [[μελιβόας]] [[κύκνος]] ἀχεῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>τηλε</i>-[[βόας]], <i>υψι</i>-[[βόας]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελῐβόας:''' ου adj. m сладкозвучный ([[κύκνος]] Eur.).
|elrutext='''μελῐβόας:''' ου adj. m сладкозвучный ([[κύκνος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:03, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐβόας Medium diacritics: μελιβόας Low diacritics: μελιβόας Capitals: ΜΕΛΙΒΟΑΣ
Transliteration A: melibóas Transliteration B: meliboas Transliteration C: melivoas Beta Code: melibo/as

English (LSJ)

ὁ, A sweet-singing, κύκνος E. Fr.773.34 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ὁ, κύκνος, der Süßtönende, Eur. Phaeth. frg. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐβόας: ὁ, ὁ ἡδέως βοῶν, ᾄδων, κύκνος Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 32.

Greek Monolingual

μελιβόας, ὁ (Α)
αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε-βόας, υψι-βόας].

Russian (Dvoretsky)

μελῐβόας: ου adj. m сладкозвучный (κύκνος Eur.).