μελισσεύς: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[μελισσοκόμος]], [[μελισσουργός]] («[[διόπερ]] καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[μελισσεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[μελισσοκόμος]], [[μελισσουργός]] («[[διόπερ]] καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελισσεύς:''' έως ὁ пчеловод Arst.
|elrutext='''μελισσεύς:''' έως ὁ пчеловод Arst.
}}
}}

Revision as of 15:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσεύς Medium diacritics: μελισσεύς Low diacritics: μελισσεύς Capitals: ΜΕΛΙΣΣΕΥΣ
Transliteration A: melisseús Transliteration B: melisseus Transliteration C: melisseys Beta Code: melisseu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A bee-keeper, Arist.HA626a10, PMasp.147.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 124] ὁ, Bienenwärter, Bienenwirth, Arist H. A. 9, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσεύς: -έως, ὁ, μελισσουργός, μελισσοκόμος, Λατ. apiarius, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37.

Greek Monolingual

μελισσεύς, -έως, ὁ (Α)
μελισσοκόμος, μελισσουργόςδιόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

μελισσεύς: έως ὁ пчеловод Arst.