μειλιχόμητις: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειλιχόμητις]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[φρόνηση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μητις</i>)].
|mltxt=[[μειλιχόμητις]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[φρόνηση]]» ([[πρβλ]]. <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μητις</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 116] sanftes Sinnes, Hesych.

Greek Monolingual

μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό-μητις, ποικιλό-μητις)].