μητριά: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μητρυιά]], Α δωρ. τ. [[ματρυιά]], ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. [[ματροία]], Μ [[μητριά]] και [[μητρία]] και μητριγιά)<br />η δεύτερη [[σύζυγος]] του [[πατέρα]] σε [[σχέση]] με τα [[παιδιά]] της πρώτης συζύγου, θετή [[μητέρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> σκληρή και άστοργη [[μητέρα]] («αυτή [[είναι]] [[μητριά]] για τα [[παιδιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> δυσμενείς ή επικίνδυνες περιστάσεις λόγω της παροιμιώδους δυστροπίας και σκληρότητας τών μητριών («[[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]], [[αρχαϊκός]] τ. που ανάγεται πιθ. στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με αρμ. <i>mawru</i>, γεν. <i>mawrui</i> «[[μητριά]], [[πεθερά]]». 'Εχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι το θ. <i>μητρυ</i>- με -<i>υ</i>- οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του ονόματος της πεθεράς (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>socrus</i> «[[πεθερός]]» και πιθ. [[ἑκυρός]] «[[πεθερός]]»)].
|mltxt=η (ΑΜ [[μητρυιά]], Α δωρ. τ. [[ματρυιά]], ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. [[ματροία]], Μ [[μητριά]] και [[μητρία]] και μητριγιά)<br />η δεύτερη [[σύζυγος]] του [[πατέρα]] σε [[σχέση]] με τα [[παιδιά]] της πρώτης συζύγου, θετή [[μητέρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> σκληρή και άστοργη [[μητέρα]] («αυτή [[είναι]] [[μητριά]] για τα [[παιδιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> δυσμενείς ή επικίνδυνες περιστάσεις λόγω της παροιμιώδους δυστροπίας και σκληρότητας τών μητριών («[[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]], [[αρχαϊκός]] τ. που ανάγεται πιθ. στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με αρμ. <i>mawru</i>, γεν. <i>mawrui</i> «[[μητριά]], [[πεθερά]]». 'Εχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι το θ. <i>μητρυ</i>- με -<i>υ</i>- οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του ονόματος της πεθεράς ([[πρβλ]]. λατ. <i>socrus</i> «[[πεθερός]]» και πιθ. [[ἑκυρός]] «[[πεθερός]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά)
η δεύτερη σύζυγος του πατέρα σε σχέση με τα παιδιά της πρώτης συζύγου, θετή μητέρα
νεοελλ.
μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά για τα παιδιά της»)
αρχ.
μτφ. δυσμενείς ή επικίνδυνες περιστάσεις λόγω της παροιμιώδους δυστροπίας και σκληρότητας τών μητριών («ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- του μήτηρ, αρχαϊκός τ. που ανάγεται πιθ. στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με αρμ. mawru, γεν. mawrui «μητριά, πεθερά». 'Εχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το θ. μητρυ- με -υ- οφείλεται σε αναλογική επίδραση του ονόματος της πεθεράς (πρβλ. λατ. socrus «πεθερός» και πιθ. ἑκυρός «πεθερός»)].