μελλούμενος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[μελλοντικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μελλούμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να συμβούν στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i> αναλογικά [[προς]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαρ</i>-<i>ούμενος</i>, <i>χρειαζ</i>-<i>ούμενος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[μελλοντικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μελλούμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να συμβούν στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i> αναλογικά [[προς]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων ([[πρβλ]]. <i>χαρ</i>-<i>ούμενος</i>, <i>χρειαζ</i>-<i>ούμενος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μελλοντικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα
αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. -ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ-ούμενος, χρειαζ-ούμενος)].