μονοατομικός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μονατομικός]], -ή,-ο<br /><b>φυσ.-χημ.</b> όρος που χρησιμοποιείται στη [[χημεία]] για να χαρακτηρίσει ένα [[αέριο]] χημικό [[στοιχείο]] τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monatomic</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ατομικός]])].
|mltxt=και [[μονατομικός]], -ή,-ο<br /><b>φυσ.-χημ.</b> όρος που χρησιμοποιείται στη [[χημεία]] για να χαρακτηρίσει ένα [[αέριο]] χημικό [[στοιχείο]] τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monatomic</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ατομικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μονατομικός, -ή,-ο
φυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο)- + ατομικός)].