μονοετής: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους («μονοετές [[νήπιο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους ή ζει μόνο ένα [[έτος]] (α. «[[μονοετής]] [[φοίτηση]]» β. «μονοετές [[φυτό]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), | |mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους («μονοετές [[νήπιο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους ή ζει μόνο ένα [[έτος]] (α. «[[μονοετής]] [[φοίτηση]]» β. «μονοετές [[φυτό]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), [[πρβλ]]. <i>δι</i>-<i>ετής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους («μονοετές νήπιο»)
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους ή ζει μόνο ένα έτος (α. «μονοετής φοίτηση» β. «μονοετές φυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ετης (< ἔτος), πρβλ. δι-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].