χωράφι: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χωράφιον]], ΝΜΑ<br />καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιταγρός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(διαλ.)</b> [[γυναίκα]] που κάνει [[πολλά]] [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>τα</i>) <i>χωράφια</i><br />(διαλ. τ.) [[περιουσία]] («παντρεύτηκε μια με [[πολλά]] χωράφια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] [[λόγια]] στο [[χωράφι]], [[παρά]] μάγγανα στ' [[αλώνι]]» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη [[εξομάλυνση]] τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βλάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφι</i>(<i>ον</i>), | |mltxt=το / [[χωράφιον]], ΝΜΑ<br />καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιταγρός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(διαλ.)</b> [[γυναίκα]] που κάνει [[πολλά]] [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>τα</i>) <i>χωράφια</i><br />(διαλ. τ.) [[περιουσία]] («παντρεύτηκε μια με [[πολλά]] χωράφια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] [[λόγια]] στο [[χωράφι]], [[παρά]] μάγγανα στ' [[αλώνι]]» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη [[εξομάλυνση]] τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βλάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[ξυρός]]: <i>ξυρ</i>-<i>άφι</i>(<i>ον</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:37, 23 August 2021
Greek Monolingual
το / χωράφιον, ΝΜΑ
καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης
νεοελλ.
1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός
2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά
3. στον πληθ. (τα) χωράφια
(διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια»)
4. παροιμ. «κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη εξομάλυνση τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες
μσν.-αρχ.
βλάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον), πρβλ. ξυρός: ξυρ-άφι(ον)].